μεταγραφικόν

μεταγραφικόν
μεταγραφικός
of
masc acc sg
μεταγραφικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταγραφικός — μεταγραφικός, ή, όν (ΑM) [μεταγραφή] αντιγραφικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αντιγραφή («πταῑσμα μεταγραφικόν» λάθος κατά την αντιγραφή, Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”